- ευδινητος
- εὐδίνητοςεὐ-δίνητος2(ῑ) легко вращаемый
(τρύπανα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τρύπανα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδίνητος — εὐδίνητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται εύκολα («τρύπανά τ εὐδίνητα») 2. ο στρογγυλευμένος καλά («ζυγὸν εὐδίνητον», Νόνν.) μσν. αυτός που εκστομίζει προσεγμένες, ωραίες εκφράσεις («ἅπαν γὰρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα»).… … Dictionary of Greek
εὐδίνητος — εὐδί̱νητος , εὐδίνητος easily turning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίνητον — εὐδί̱νητον , εὐδίνητος easily turning masc/fem acc sg εὐδί̱νητον , εὐδίνητος easily turning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδινής — εὐδινής, ές (Α) ο ευδίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινής (< δίνη), πρβλ. περι δινής, ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
εὐδίνητα — εὐδί̱νητα , εὐδίνητος easily turning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)